επιδημητικός — ή, ό (AM ἐπιδημητικός, ή, όν) [επιδημώ] (για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό … Dictionary of Greek
ἐπιδημητικά — ἐπιδημητικός staying at home neut nom/voc/acc pl ἐπιδημητικά̱ , ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc/acc dual ἐπιδημητικά̱ , ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδημητικαί — ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδημητικοῖς — ἐπιδημητικός staying at home masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… … Dictionary of Greek